Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρικόρυφος
τρικόρωνος
τρικότυλος
τρίκρανος
τρικράσπεδος
τρίκροος
τρίκροτος
τρίκτυπος
τρικύαθος
τρικυλίνδητος
τρικύλιστος
τρικυμία
τρικώλιος
τρίκωλος
τρικώμαρχος
τρικωμία
τρίκωμος
τριλάγυνος
τριλγλώχις
τρίλεκτος
τρίλινος
View word page
τρικύλιστος
easily influenced

ShortDef

easily influenced

Debugging

Headword:
τρικύλιστος
Headword (normalized):
τρικύλιστος
Headword (normalized/stripped):
τρικυλιστος
IDX:
88906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88907
Key:

Data

{'content': 'easily influenced'}