Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
ἀντιμεταλλακτέον
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμεταρρέω
ἀντιμετασπάω
ἀντιμετάστασις
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετατάσσω
ἀντιμετατίθεμαι
ἀντιμεταχωρέω
ἀντιμεταχώρησις
ἀντιμετειλέομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετέχω
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτρησις
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηνίω
ἀντιμηνύω
View word page
ἀντιμετατίθεμαι
to be changed, replaced

ShortDef

to be changed, replaced

Debugging

Headword:
ἀντιμετατίθεμαι
Headword (normalized):
ἀντιμετατίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμετατιθεμαι
IDX:
8887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8888
Key:

Data

{'content': 'to be changed, replaced'}