Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριήρης
τριηρικός
τριηριτεύω
τριηρίτης
τριηριτικός
τριηροποιικός
τριηροποιός
τριθάλασσος
τριθαλής
τρίθετος
τριθημέρη
τριθημερινός
τρίθυρον
τρίιππον
τρικαλάμιος
Τρικάρανος
τρικάρανος
τρικάρηνος
View word page
τριθάλασσος
touching on

ShortDef

touching on

Debugging

Headword:
τριθάλασσος
Headword (normalized):
τριθάλασσος
Headword (normalized/stripped):
τριθαλασσος
IDX:
88865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88866
Key:

Data

{'content': 'touching on'}