Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριημιτόνιον
τριημιωβόλιον
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηραρχία
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριήρης
τριηρικός
τριηριτεύω
τριηρίτης
τριηριτικός
τριηροποιικός
τριηροποιός
τριθάλασσος
τριθαλής
τρίθετος
τριθημέρη
τριθημερινός
τρίθυρον
View word page
τριηριτεύω
row in a trireme

ShortDef

row in a trireme

Debugging

Headword:
τριηριτεύω
Headword (normalized):
τριηριτεύω
Headword (normalized/stripped):
τριηριτευω
IDX:
88860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88861
Key:

Data

{'content': 'row in a trireme'}