Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριηκόσιοι
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
τριημίγυον
τριημικοτύλιον
τριημιολία
τριημίπηχυς
τριημιπλίνθιον
τριημιπόδιον
τριημιπόδιος
τριημίς[εον]
τριημῖστατῆρα
τριημιτόνιον
τριημιωβόλιον
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηραρχία
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
View word page
τριημιπόδιος
a foot and a half long

ShortDef

a foot and a half long

Debugging

Headword:
τριημιπόδιος
Headword (normalized):
τριημιπόδιος
Headword (normalized/stripped):
τριημιποδιος
IDX:
88847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88848
Key:

Data

{'content': 'a foot and a half long'}