Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
τριημίγυον
τριημικοτύλιον
τριημιολία
τριημίπηχυς
τριημιπλίνθιον
τριημιπόδιον
τριημιπόδιος
τριημίς[εον]
View word page
τριημερία
period of three days

ShortDef

period of three days

Debugging

Headword:
τριημερία
Headword (normalized):
τριημερία
Headword (normalized/stripped):
τριημερια
IDX:
88838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88839
Key:

Data

{'content': 'period of three days'}