Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
τριημίγυον
τριημικοτύλιον
τριημιολία
τριημίπηχυς
τριημιπλίνθιον
τριημιπόδιον
View word page
τριήκοντα
thirty
ShortDef
thirty
Debugging
Headword:
τριήκοντα
Headword (normalized):
τριήκοντα
Headword (normalized/stripped):
τριηκοντα
IDX:
88836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88837
Key:
Data
{'content': 'thirty'}