Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριετηρικός
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
τριημίγυον
τριημικοτύλιον
τριημιολία
τριημίπηχυς
τριημιπλίνθιον
View word page
τρίζωος
three lives long
ShortDef
three lives long
Debugging
Headword:
τρίζωος
Headword (normalized):
τρίζωος
Headword (normalized/stripped):
τριζωος
IDX:
88835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88836
Key:
Data
{'content': 'three lives long'}