Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίετες
τριετήρης
τριετηρικός
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
τριημίγυον
τριημικοτύλιον
τριημιολία
View word page
τρίζω
to utter a shrill cry, to scream, cry

ShortDef

to utter a shrill cry, to scream, cry

Debugging

Headword:
τρίζω
Headword (normalized):
τρίζω
Headword (normalized/stripped):
τριζω
IDX:
88833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88834
Key:

Data

{'content': 'to utter a shrill cry, to scream, cry'}