Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριέσπερος
τρίετες
τριετήρης
τριετηρικός
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
τριημίγυον
τριημικοτύλιον
View word page
τρίζυγος
three-yoked, three in union

ShortDef

three-yoked, three in union

Debugging

Headword:
τρίζυγος
Headword (normalized):
τρίζυγος
Headword (normalized/stripped):
τριζυγος
IDX:
88832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88833
Key:

Data

{'content': 'three-yoked, three in union'}