Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίενος
τριέσπερος
τρίετες
τριετήρης
τριετηρικός
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
τριημίγυον
View word page
τριζυγής
three yoked, three in union

ShortDef

three yoked, three in union

Debugging

Headword:
τριζυγής
Headword (normalized):
τριζυγής
Headword (normalized/stripped):
τριζυγης
IDX:
88831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88832
Key:

Data

{'content': 'three yoked, three in union'}