Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριέμβολος
τρίενος
τριέσπερος
τρίετες
τριετήρης
τριετηρικός
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριήκοντα
τριηκόσιοι
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
View word page
τριετίζω
to be three years old

ShortDef

to be three years old

Debugging

Headword:
τριετίζω
Headword (normalized):
τριετίζω
Headword (normalized/stripped):
τριετιζω
IDX:
88830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88831
Key:

Data

{'content': 'to be three years old'}