Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίειδος
τριέλικτος
τριέλιξ
τριέμβολος
τρίενος
τριέσπερος
τρίετες
τριετήρης
τριετηρικός
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριήκοντα
τριηκόσιοι
View word page
τριέτηρος
three years old
ShortDef
three years old
Debugging
Headword:
τριέτηρος
Headword (normalized):
τριέτηρος
Headword (normalized/stripped):
τριετηρος
IDX:
88827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88828
Key:
Data
{'content': 'three years old'}