Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίδωρος
τριέγγονος
τρίειδος
τριέλικτος
τριέλιξ
τριέμβολος
τρίενος
τριέσπερος
τρίετες
τριετήρης
τριετηρικός
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
View word page
τριετηρικός
belonging to a τριετηρίς

ShortDef

belonging to a τριετηρίς

Debugging

Headword:
τριετηρικός
Headword (normalized):
τριετηρικός
Headword (normalized/stripped):
τριετηρικος
IDX:
88825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88826
Key:

Data

{'content': 'belonging to a τριετηρίς'}