Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίδυμος
τριδύναμος
τρίδωρος
τριέγγονος
τρίειδος
τριέλικτος
τριέλιξ
τριέμβολος
τρίενος
τριέσπερος
τρίετες
τριετήρης
τριετηρικός
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
View word page
τρίετες
three years long
ShortDef
three years long
Debugging
Headword:
τρίετες
Headword (normalized):
τρίετες
Headword (normalized/stripped):
τριετες
IDX:
88823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88824
Key:
Data
{'content': 'three years long'}