Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριγωνοειδής
τριγωνοκρατορέω
τριγωνοκράτωρ
τρίγωνον
τρίγωνος
τριγωνότης
τρίδακνος
τριδάκτυλος
τρίδειρος
τριδέσποτος
τρίδουλος
τρίδραχμος
τρίδυμος
τριδύναμος
τρίδωρος
τριέγγονος
τρίειδος
τριέλικτος
τριέλιξ
τριέμβολος
τρίενος
View word page
τρίδουλος
a slave through three generations, thrice a slave

ShortDef

a slave through three generations, thrice a slave

Debugging

Headword:
τρίδουλος
Headword (normalized):
τρίδουλος
Headword (normalized/stripped):
τριδουλος
IDX:
88811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88812
Key:

Data

{'content': 'a slave through three generations, thrice a slave'}