Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
ἀντιμεταλλακτέον
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμεταρρέω
ἀντιμετασπάω
ἀντιμετάστασις
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετατάσσω
ἀντιμετατίθεμαι
ἀντιμεταχωρέω
ἀντιμεταχώρησις
ἀντιμετειλέομαι
View word page
ἀντιμεταλλακτέον
one must substitute

ShortDef

one must substitute

Debugging

Headword:
ἀντιμεταλλακτέον
Headword (normalized):
ἀντιμεταλλακτέον
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταλλακτεον
IDX:
8880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8881
Key:

Data

{'content': 'one must substitute'}