Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
ἀντιμεταλλακτέον
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμεταρρέω
ἀντιμετασπάω
ἀντιμετάστασις
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετατάσσω
ἀντιμετατίθεμαι
ἀντιμεταχωρέω
ἀντιμεταχώρησις
View word page
ἀντιμετάληψις
partaking

ShortDef

partaking

Debugging

Headword:
ἀντιμετάληψις
Headword (normalized):
ἀντιμετάληψις
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταληψις
IDX:
8879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8880
Key:

Data

{'content': 'partaking'}