Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγχίπορος
ἀγχίπους
ἀγχίπτολις
ἀγχίρροος
Ἀγχίσης
Ἀγχισιάδης
ἀγχίσπορος
ἀγχιστεία
ἀγχιστεῖα
ἀγχιστεύς
ἀγχιστευτικός
ἀγχιστεύω
ἀγχιστήρ
ἀγχιστικός
ἀγχιστίνδην
ἀγχιστῖνος
ἄγχιστος
ἀγχίστροφος
ἀγχιτελής
ἀγχιτέρμων
ἀγχίτοκος
View word page
ἀγχιστευτικός
of the ἀγχιστεύς

ShortDef

of the ἀγχιστεύς

Debugging

Headword:
ἀγχιστευτικός
Headword (normalized):
ἀγχιστευτικός
Headword (normalized/stripped):
αγχιστευτικος
IDX:
887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-888
Key:

Data

{'content': 'of the ἀγχιστεύς'}