Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
ἀντιμεταλλακτέον
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμεταρρέω
ἀντιμετασπάω
ἀντιμετάστασις
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετατάσσω
ἀντιμετατίθεμαι
ἀντιμεταχωρέω
View word page
ἀντιμεταληπτέον
one must use instead, substitute
ShortDef
one must use instead, substitute
Debugging
Headword:
ἀντιμεταληπτέον
Headword (normalized):
ἀντιμεταληπτέον
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταληπτεον
IDX:
8878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8879
Key:
Data
{'content': 'one must use instead, substitute'}