Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
τρίγλη
τρίγληνος
τριγλίζω
τριγλῖτις
τριγλοβόλος
τριγλοφόρος
τρίγλυφος
τριγλώχιν
τριγλώχις
τριγμός
τριγόλας
τρίγομφος
τριγονέω
τριγονία
τρίγονος
τριγράμματος
View word page
τριγλοφόρος
bearing mullets

ShortDef

bearing mullets

Debugging

Headword:
τριγλοφόρος
Headword (normalized):
τριγλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τριγλοφορος
IDX:
88783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88784
Key:

Data

{'content': 'bearing mullets'}