Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
τρίγλη
τρίγληνος
τριγλίζω
τριγλῖτις
τριγλοβόλος
τριγλοφόρος
τρίγλυφος
τριγλώχιν
τριγλώχις
τριγμός
τριγόλας
τρίγομφος
τριγονέω
View word page
τριγλίζω
giggle

ShortDef

giggle

Debugging

Headword:
τριγλίζω
Headword (normalized):
τριγλίζω
Headword (normalized/stripped):
τριγλιζω
IDX:
88780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88781
Key:

Data

{'content': 'giggle'}