Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
τρίγλη
τρίγληνος
τριγλίζω
τριγλῖτις
τριγλοβόλος
τριγλοφόρος
τρίγλυφος
τριγλώχιν
τριγλώχις
τριγμός
τριγόλας
τρίγομφος
View word page
τρίγληνος
with three pupils

ShortDef

with three pupils

Debugging

Headword:
τρίγληνος
Headword (normalized):
τρίγληνος
Headword (normalized/stripped):
τριγληνος
IDX:
88779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88780
Key:

Data

{'content': 'with three pupils'}