Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
τρίγλη
τρίγληνος
τριγλίζω
τριγλῖτις
τριγλοβόλος
τριγλοφόρος
τρίγλυφος
View word page
τριγέννητος
thriceborn

ShortDef

thriceborn

Debugging

Headword:
τριγέννητος
Headword (normalized):
τριγέννητος
Headword (normalized/stripped):
τριγεννητος
IDX:
88774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88775
Key:

Data

{'content': 'thriceborn'}