Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
τρίγλη
τρίγληνος
τριγλίζω
τριγλῖτις
τριγλοβόλος
View word page
τριγένεια
a third generation

ShortDef

a third generation

Debugging

Headword:
τριγένεια
Headword (normalized):
τριγένεια
Headword (normalized/stripped):
τριγενεια
IDX:
88772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88773
Key:

Data

{'content': 'a third generation'}