Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
τρίγλη
τρίγληνος
τριγλίζω
View word page
τριβωνώδης
like a τρίβων (A)

ShortDef

like a τρίβων (A)

Debugging

Headword:
τριβωνώδης
Headword (normalized):
τριβωνώδης
Headword (normalized/stripped):
τριβωνωδης
IDX:
88770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88771
Key:

Data

{'content': 'like a τρίβων (A)'}