Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
τρίγλη
τρίγληνος
View word page
τριβωνοφόρος
wearing a τρίβων (A)

ShortDef

wearing a τρίβων (A)

Debugging

Headword:
τριβωνοφόρος
Headword (normalized):
τριβωνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τριβωνοφορος
IDX:
88769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88770
Key:

Data

{'content': 'wearing a τρίβων (A)'}