Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
τρίγλη
View word page
τριβωνοφορία
the wearing of a τρίβων (A)
ShortDef
the wearing of a τρίβων (A)
Debugging
Headword:
τριβωνοφορία
Headword (normalized):
τριβωνοφορία
Headword (normalized/stripped):
τριβωνοφορια
IDX:
88768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88769
Key:
Data
{'content': 'the wearing of a τρίβων (A)'}