Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
View word page
τριβωνιώδης
like a α τριβώνιον

ShortDef

like a α τριβώνιον

Debugging

Headword:
τριβωνιώδης
Headword (normalized):
τριβωνιώδης
Headword (normalized/stripped):
τριβωνιωδης
IDX:
88766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88767
Key:

Data

{'content': 'like a α τριβώνιον'}