Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
View word page
τριβωνικῶς
in the fashion of a τρίβων (A)
ShortDef
in the fashion of a τρίβων (A)
Debugging
Headword:
τριβωνικῶς
Headword (normalized):
τριβωνικῶς
Headword (normalized/stripped):
τριβωνικως
IDX:
88764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88765
Key:
Data
{'content': 'in the fashion of a τρίβων (A)'}