Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
View word page
τριβωνεύομαι
practise roguery

ShortDef

practise roguery

Debugging

Headword:
τριβωνεύομαι
Headword (normalized):
τριβωνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
τριβωνευομαι
IDX:
88763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88764
Key:

Data

{'content': 'practise roguery'}