Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβικός
τριβολεκτράπελος
τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
View word page
τρίβων2
practised

ShortDef

worn garment, threadbare cloak
practised

Debugging

Headword:
τρίβων2
Headword (normalized):
τρίβων
Headword (normalized/stripped):
τριβων2
IDX:
88761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88762
Key:

Data

{'content': 'practised'}