Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
τριβολεκτράπελος
τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
View word page
τρίβωμος
threefold
ShortDef
threefold
Debugging
Headword:
τρίβωμος
Headword (normalized):
τρίβωμος
Headword (normalized/stripped):
τριβωμος
IDX:
88759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88760
Key:
Data
{'content': 'threefold'}