Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
τριβολεκτράπελος
τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
View word page
τρίβολος
a caltrop
ShortDef
a caltrop
Debugging
Headword:
τρίβολος
Headword (normalized):
τρίβολος
Headword (normalized/stripped):
τριβολος
IDX:
88754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88755
Key:
Data
{'content': 'a caltrop'}