Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβάς
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
τριβολεκτράπελος
τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
View word page
τριβολοειδῶς
like a τρίβολος III

ShortDef

like a τρίβολος III

Debugging

Headword:
τριβολοειδῶς
Headword (normalized):
τριβολοειδῶς
Headword (normalized/stripped):
τριβολοειδως
IDX:
88753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88754
Key:

Data

{'content': 'like a τρίβολος III'}