Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβάρβαρος
τριβάς
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
τριβολεκτράπελος
τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
τριβωνάριον
View word page
τριβολεκτράπελος
coarse rude jests

ShortDef

coarse rude jests

Debugging

Headword:
τριβολεκτράπελος
Headword (normalized):
τριβολεκτράπελος
Headword (normalized/stripped):
τριβολεκτραπελος
IDX:
88752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88753
Key:

Data

{'content': 'coarse rude jests'}