Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβανόω
τριβάρβαρος
τριβάς
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
τριβολεκτράπελος
τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
τρίβωμος
τρίβων
τρίβων2
View word page
τριβικός
founded on practice

ShortDef

founded on practice

Debugging

Headword:
τριβικός
Headword (normalized):
τριβικός
Headword (normalized/stripped):
τριβικος
IDX:
88751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88752
Key:

Data

{'content': 'founded on practice'}