Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριβαία
τριβακός
τριβαλλοί
τριβανόω
τριβάρβαρος
τριβάς
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
τριβολεκτράπελος
τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
τρίβω
View word page
τριβή
a rubbing; wear; delay

ShortDef

a rubbing; wear; delay

Debugging

Headword:
τριβή
Headword (normalized):
τριβή
Headword (normalized/stripped):
τριβη
IDX:
88748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88749
Key:

Data

{'content': 'a rubbing; wear; delay'}