Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριαύχην
τριβαία
τριβακός
τριβαλλοί
τριβανόω
τριβάρβαρος
τριβάς
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
τριβολεκτράπελος
τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
τρίβροχος
View word page
τριβεύς
rubber, masseur

ShortDef

rubber, masseur

Debugging

Headword:
τριβεύς
Headword (normalized):
τριβεύς
Headword (normalized/stripped):
τριβευς
IDX:
88747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88748
Key:

Data

{'content': 'rubber, masseur'}