Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριαῦλαξ
τριαύχην
τριβαία
τριβακός
τριβαλλοί
τριβανόω
τριβάρβαρος
τριβάς
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
τριβολεκτράπελος
τριβολοειδῶς
τρίβολος
τρίβος
τρίβραχυς
View word page
τριβελής
three-pointed
ShortDef
three-pointed
Debugging
Headword:
τριβελής
Headword (normalized):
τριβελής
Headword (normalized/stripped):
τριβελης
IDX:
88746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88747
Key:
Data
{'content': 'three-pointed'}