Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριαρχία
τριάς
τριᾶς
τριατέτταρα
τριαῦλαξ
τριαύχην
τριβαία
τριβακός
τριβαλλοί
τριβανόω
τριβάρβαρος
τριβάς
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
τριβολεκτράπελος
View word page
τριβάρβαρος
thrice-barbarous

ShortDef

thrice-barbarous

Debugging

Headword:
τριβάρβαρος
Headword (normalized):
τριβάρβαρος
Headword (normalized/stripped):
τριβαρβαρος
IDX:
88742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88743
Key:

Data

{'content': 'thrice-barbarous'}