Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριάρμενος
τριαρχία
τριάς
τριᾶς
τριατέτταρα
τριαῦλαξ
τριαύχην
τριβαία
τριβακός
τριβαλλοί
τριβανόω
τριβάρβαρος
τριβάς
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
τρίβικος
τριβικός
View word page
τριβανόω
wear away, consume

ShortDef

wear away, consume

Debugging

Headword:
τριβανόω
Headword (normalized):
τριβανόω
Headword (normalized/stripped):
τριβανοω
IDX:
88741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88742
Key:

Data

{'content': 'wear away, consume'}