Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριάνωρ
τριάριοι
τριάρμενος
τριαρχία
τριάς
τριᾶς
τριατέτταρα
τριαῦλαξ
τριαύχην
τριβαία
τριβακός
τριβαλλοί
τριβανόω
τριβάρβαρος
τριβάς
τρίβασμος
τρίβαφος
τριβελής
τριβεύς
τριβή
τριβήν
View word page
τριβακός
rubbed, worn

ShortDef

rubbed, worn

Debugging

Headword:
τριβακός
Headword (normalized):
τριβακός
Headword (normalized/stripped):
τριβακος
IDX:
88739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88740
Key:

Data

{'content': 'rubbed, worn'}