Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριακονταστάδιος
τριακοντάσχοινος
τριακοντατέσσαρες
τριακοντατρεῖς
τριακοντάφυλλος
τριακονταχοίνικος
τριακοντάχους
τριακοντήρης
τριακοντόδραχμος
τριακοντόριον
τριακόντορος
τριακοντώρυγος
τριακοσιεξήκοντα
τριακόσιοι
τριακοσιομέδιμνοι
τριακοσιοστός
τριακοσιόχους
τριακόστ[ια
τριακοσταῖος
τριακοστημόριον
τριακοστόδυος
View word page
τριακόντορος
a thirty-oared ship

ShortDef

a thirty-oared ship

Debugging

Headword:
τριακόντορος
Headword (normalized):
τριακόντορος
Headword (normalized/stripped):
τριακοντορος
IDX:
88712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88713
Key:

Data

{'content': 'a thirty-oared ship'}