Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριακονταρχία
τριακοντάς
τριακοντάσημος
τριακονταστάδιος
τριακοντάσχοινος
τριακοντατέσσαρες
τριακοντατρεῖς
τριακοντάφυλλος
τριακονταχοίνικος
τριακοντάχους
τριακοντήρης
τριακοντόδραχμος
τριακοντόριον
τριακόντορος
τριακοντώρυγος
τριακοσιεξήκοντα
τριακόσιοι
τριακοσιομέδιμνοι
τριακοσιοστός
τριακοσιόχους
τριακόστ[ια
View word page
τριακοντήρης
a galley rowed by thirty men to each group of oars passing through the same porthole

ShortDef

a galley rowed by thirty men to each group of oars passing through the same porthole

Debugging

Headword:
τριακοντήρης
Headword (normalized):
τριακοντήρης
Headword (normalized/stripped):
τριακοντηρης
IDX:
88709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88710
Key:

Data

{'content': 'a galley rowed by thirty men to each group of oars passing through the same porthole'}