Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμερίτης
ἀντιμεσουρανέω
ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνησις
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
ἀντιμετάληψις
ἀντιμεταλλακτέον
View word page
ἀντιμεταβατικός
resilient

ShortDef

resilient

Debugging

Headword:
ἀντιμεταβατικός
Headword (normalized):
ἀντιμεταβατικός
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταβατικος
IDX:
8870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8871
Key:

Data

{'content': 'resilient'}