Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριακοντάπους
τριακοντάρουρος
τριακοντάρχης
τριακονταρχία
τριακοντάς
τριακοντάσημος
τριακονταστάδιος
τριακοντάσχοινος
τριακοντατέσσαρες
τριακοντατρεῖς
τριακοντάφυλλος
τριακονταχοίνικος
τριακοντάχους
τριακοντήρης
τριακοντόδραχμος
τριακοντόριον
τριακόντορος
τριακοντώρυγος
τριακοσιεξήκοντα
τριακόσιοι
τριακοσιομέδιμνοι
View word page
τριακοντάφυλλος
one who has never read more than thirty pages
ShortDef
one who has never read more than thirty pages
Debugging
Headword:
τριακοντάφυλλος
Headword (normalized):
τριακοντάφυλλος
Headword (normalized/stripped):
τριακονταφυλλος
IDX:
88706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88707
Key:
Data
{'content': 'one who has never read more than thirty pages'}