Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριακοντάκωπος
τριακοντάμηνος
τριακονταμναῖος
τριακονταμοιρία
τριακοντάμοιρος
τριακονταμόριος
τριακοντάπεδος
τριακονταπεντάπηχυς
τριακονταπέντε
τριακοντάπηχυς
τριακονταπλάσιος
τριακοντάπους
τριακοντάρουρος
τριακοντάρχης
τριακονταρχία
τριακοντάς
τριακοντάσημος
τριακονταστάδιος
τριακοντάσχοινος
τριακοντατέσσαρες
τριακοντατρεῖς
View word page
τριακονταπλάσιος
thirty-fold

ShortDef

thirty-fold

Debugging

Headword:
τριακονταπλάσιος
Headword (normalized):
τριακονταπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
τριακονταπλασιος
IDX:
88695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88696
Key:

Data

{'content': 'thirty-fold'}