Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριακονταετία
τριακοντάζυγος
τριακοντάκις
τριακοντάκλινος
τριακοντάκωπος
τριακοντάμηνος
τριακονταμναῖος
τριακονταμοιρία
τριακοντάμοιρος
τριακονταμόριος
τριακοντάπεδος
τριακονταπεντάπηχυς
τριακονταπέντε
τριακοντάπηχυς
τριακονταπλάσιος
τριακοντάπους
τριακοντάρουρος
τριακοντάρχης
τριακονταρχία
τριακοντάς
τριακοντάσημος
View word page
τριακοντάπεδος
thirty feet wide

ShortDef

thirty feet wide

Debugging

Headword:
τριακοντάπεδος
Headword (normalized):
τριακοντάπεδος
Headword (normalized/stripped):
τριακονταπεδος
IDX:
88691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88692
Key:

Data

{'content': 'thirty feet wide'}