Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμελίζω
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμερίτης
ἀντιμεσουρανέω
ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνησις
ἀντιμεταβαίνω
ἀντιμεταβάλλω
ἀντιμετάβασις
ἀντιμεταβατικός
ἀντιμεταβολή
ἀντιμετάγω
ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις
ἀντιμετάθεσις
ἀντιμετακλίνω
ἀντιμεταλαμβάνω
ἀντιμεταληπτέον
View word page
ἀντιμεταβάλλω
meet one change with another
ShortDef
meet one change with another
Debugging
Headword:
ἀντιμεταβάλλω
Headword (normalized):
ἀντιμεταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
αντιμεταβαλλω
IDX:
8868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8869
Key:
Data
{'content': 'meet one change with another'}